- φιληλάκατος
- φῐλ-ηλάκᾰτος [pron. full] [ᾰκ], ον,A fond of the spindle,
καλαθίσκος AP6.160
(Antip. Sid.); prob. in B. 1.74 p.439 Jebb.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαθίσκος AP6.160
(Antip. Sid.); prob. in B. 1.74 p.439 Jebb.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] … Dictionary of Greek
φιληλάκατον — φιληλάκατος fond of the spindle masc/fem acc sg φιληλάκατος fond of the spindle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληλακάτοιο — φιληλάκατος fond of the spindle masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληλακάτων — φιληλάκατος fond of the spindle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληλακάτῳ — φιληλάκατος fond of the spindle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)